αλογάριαστος

αλογάριαστος
-η, -ο
επίρρ.
1. αυτός που δεν ξεκαθάρισε τους λογαριασμούς του με κάποιον: Πολλούς μήνες τώρα είμαστε αλογάριαστοι.
2. αυτός που δεν μπορεί να λογαριαστεί, αμέτρητος: Έχει πλούτο αλογάριαστο.
3. εκείνος που δε λογαριάζει, απερίσκεπτος: Έκανες πράγματα αλογάριαστα.
4. αυτός που δε λογαριάζεται, δεν τον λαβαίνουν υπόψη: Άσ’ τον αυτόν, είναι άνθρωπος αλογάριαστος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αλογάριαστος — η, ο 1. αυτός που δεν λογαριάστηκε, που δεν υπολογίστηκε ή δεν μπορεί να λογαριαστεί, ανυπολόγιστος, αναρίθμητος, απειράριθμος 2. (για υποθέσεις) αδιευθέτητος, ατακτοποίητος 3. αυτός που δεν υπολογίζει σωστά, απερίσκεπτος, ασυλλόγιστος 4. αυτός… …   Dictionary of Greek

  • αλόγητος — ἀλόγητος, ον (Μ) [ἀλογῶ] αλογάριαστος, περιφρονημένος …   Dictionary of Greek

  • ανυπολόγιστος — η, ο επίρρ. α αλογάριαστος, αμέτρητος: Ανυπολόγιστες είναι οι ζημίες από τους τελευταίους σεισμούς στην Κίνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αρίφνητος — η, ο επίρρ. α (από το αριθμητός), αλογάριαστος, αναρίθμητος, ακαταμέτρητος: Ήρθε λαός αρίφνητος, εγέμισεν ο τόπος (Ερωτόκριτος) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”