- αλογάριαστος
- -η, -οεπίρρ. -α1. αυτός που δεν ξεκαθάρισε τους λογαριασμούς του με κάποιον: Πολλούς μήνες τώρα είμαστε αλογάριαστοι.2. αυτός που δεν μπορεί να λογαριαστεί, αμέτρητος: Έχει πλούτο αλογάριαστο.3. εκείνος που δε λογαριάζει, απερίσκεπτος: Έκανες πράγματα αλογάριαστα.4. αυτός που δε λογαριάζεται, δεν τον λαβαίνουν υπόψη: Άσ’ τον αυτόν, είναι άνθρωπος αλογάριαστος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.